-
1 наполненный
επ. από μτχ.γεμάτος, πλήρης•сочинение -ое ощибками έργο, γεμάτο λάθη.
-
2 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
3 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
4 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
5 семя
сем||яс1. прям., перен ὁ σπόρος:пойти на \семяена ἀφήνω γιά σπόρο (γιά σπορικό)· наполненный \семяена́ми γεμάτος σπόρους, σποριάρης· сеять \семяена раздора σπέρνω ζιζάνια, σπείρω διχόνοιαν2. биол. τό σπέρμα.